- σπερρύλιθος
- και σπηρρύλιθος, ο, Ν(ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού λευκοχρύσου το οποίο αποτελεί τη μόνη γνωστή χημική ένωση τού λευκοχρύσου που απαντά στη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. sperrylite < sperry- (από το όν. τού Καναδού χημικού Francis L. Sperry) + -lite (< λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.